- φυματινοαντίδραση
- και φυματιναντίδραση, η, Ν1. ιατρ. αντίδραση υπερεργικού τύπου στη φυματίνη, δύο ή τρία εικοσιτετράωρα μετά την εφαρμογή τής φυματίνης στο δέρμα τού εξεταζομένου2. (κτην.) ένεση διαλυμένης φυματίνης στα ζώα για τη διάγνωση τής φυματίωσης, αλλ. φυματινισμός.
Dictionary of Greek. 2013.